Ο Ραφαέλ Μορένο γεννήθηκε στις 23 Μαΐου του 1892 στην γειτονία "Κάσκο Βιέχο" στο Μπιλμπάο. Καταγόταν από μια πολύ γνωστή και εύπορη οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος και η μητέρα του γραμματέας του Μιγκέλ Ουναμούνο, ενός από τους μεγαλύτερους δημοσιογράφους της εποχής.
Κατά την διάρκεια της παιδικής του ηλικίας, το ποδόσφαιρο δεν ήταν πολύ διαδεδομένο στην Βασκονία και γενικότερα στη Ισπανία. Οι πρώτοι Ισπανικοί σύλλογοι είχαν μόλις αρχίσει να ιδρύονται και το παιχνίδι δεν είσαι σχεδόν καθόλου πέραση στον απλό λαό. Ο μικρός Πιτσίτσι ωστόσο, ερωτεύτηκε παράφορα την "στρογγυλή θεά" και το νέο παιχνίδι που είχε έρθει στην Ισπανία. Οι γονείς του από την άλλη προσπάθησαν να τον "σπρώξουν" προς τις σπουδές, αλλά ο Ράφαελ, όντας παιδί γεμάτο όνειρα και φιλοδοξίες, αποφάσισε να ακολουθήσει την καρδία του και η επιλογή του ποδοσφαιριστή ήταν μονόδρομος.
Πέρασε στο πανεπιστήμιο αλλά τα παράτησε στα μέσα του πρώτου έτος, καθώς δεν κατάφερε να περάσει κανέναν μάθημα. Το ποδόσφαιρο ήταν η πρώτη προτεραιότητα του νεαρού Βάσκου.
Υπάρχουν πολλές θεωρίες για το από που προέρχεται το παρατσούκλι "Πιτσίτσι". Η πιθανότερη εκδοχή λέει ότι προέρχεται από το γεγονός ότι ήταν πολύ κοντός, μόλις 1,50 ύψος, διότι στην Βασκική γλώσσα, Πιτσίτσι σημαίνει μικρή πάπια.
Πέραν από τις θεωρίες γύρο από το παρατσούκλι του, αυτό που ήταν ευρέως γνωστό είναι πως ήταν ποδοσφαιρική ιδιοφυΐα. Την εποχή εκείνη το ποδόσφαιρο ήταν σκληρό άθλημα και είχε αρκετή σωματική επαφή. Ο Ραφαέλ όντας μόλις 1,50 κατάφερνε με την φοβερή του ντρίμπλα να κερδίζει κάθε αντίπαλο, με το κοινό να τον αποθεώνει. Δεν άργησε πολύ το όνομα του να πέσει στην αντίληψη της τοπικής του ομάδας, και το 1911 ο 19χρονος Πιτσίτσι υπογράφει στην Αθλέτικ Μπιλμπάο.
Το επίσημο ντεμπούτο του με την Αθλέτικ έγινε δύο χρόνια αργότερα, στον ημιτελικό του Κόπα Ντελ Ρέι κόντρα στην Ρεάλ Μαδρίτης. Η Αθλέτικ κέρδισε 3-0 με τον Πιτσίτσι να σκοράρει ένα από τα τρία τέρματα. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, σκόραρε το πρώτο γκολ στην ιστορία του νέου γηπέδου της Μπιλμπάο, το "Σαν Μαμές", στην νίκη με 2-1 κόντρα στην Ρεάλ Ουνιόν.
Ο Ραφαέλ ήταν πολύ εύκολα αναγνωρίσιμος λόγο της μπαντάνας που φορούσε όταν αγωνιζόταν. Έγινε γρήγορα παίκτης-φαινόμενο για την Αθλέτικ, την οποία μέσα στα επόμενα οκτώ χρόνια, την οδήγησε στην κατάκτηση τεσσάρων κυπέλλων Ισπανίας και πέντε πρωταθλημάτων Βασκονίας.
Κατά την διάρκεια της καριέρας του, σκόραρε 101 τέρματα σε 159 εμφανίσεις και θεωρείτε μακράν ο καλύτερος παίκτης της γενιάς του. Είχε μάλιστα προτάσεις από ομάδες της Αγγλίας και της Ιταλίας αλλά εκείνος αποφάσισε να μείνει στην αγαπημένη του Αθλέτικ.
Ο Πιτσίτσι ήταν επίσης μέλος της πρώτης εθνικής Ισπανίας στην ιστορία, η οποία αγωνίστηκε στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1920. Ο Πιτσίτσι ήταν βασικό στέλεχος της ομάδας, σκοράροντας δύο φορές σε πέντε συμμετοχές, εξασφαλίζοντας το ασημένιο μετάλλιο για την Ισπανία. Ήταν πλέον ενας "σουπερστάρ", με φιλάθλους από όλες τις άκρες τις χώρας να πηγαίνουν στο "Σαν Μαμές" για να τον δουν να παίζει. Ο ίδιος διατηρούσε χαμηλό προφίλ και αφοσιωνόταν στο να παίζει ποδόσφαιρο. Πολλοί όμως τον κατέκριναν ότι έπαιζε για τον εαυτό του και όχι για την ομάδα. Όταν επέστρεψε από τους Ολυμπιακούς αγώνες, το κοινό του "Σαν Μαμές" στράφηκε εναντίον του, κατακρίνοντας τον για την αλαζονεία του μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Πολλές φορές γύριζαν την πλάτη τους όταν ο Πιτσίτσι έπαιρνε την μπάλα. Οι εφημερίδες της εποχής μάλιστα του ζητούσαν να αποσυρθεί από την ενεργό δράση καθώς δεν αγωνιζόταν πλέον για την ομάδα, αλλά για τον εαυτό του.
Ο Ραφαέλ εν τέλει, έκανε την "χάρη" στον κόσμο και κρέμασε τα παπούτσια του το 1922 σε ηλικία 29 ετών. Πολλοί θεωρούν ότι το έκανε γιατί είχε κουραστεί από τις αποδοκιμασίες του κόσμου εναντίον του και το να αποσυρθεί ήταν η μόνη λύση.
Μπορεί η καριέρα του σαν ποδοσφαιριστής να είχε τελειώσει, αλλά η αγάπη του για το παιχνίδι παρέμενε η ίδια. Αποφάσισε να συνεχίσει να ασχολείται με το ποδόσφαιρο ως διαιτητής, πραγματοποιώντας το ντεμπούτο του μπροστά στο κοινό του "Σαν Μαμές".
Το στυλ με το οποίο αγωνιζόταν ήταν μοναδικό. Μπορούσε να κερδίσει τον οποιονδήποτε με σχετική ευκολία. Σε μια συνέντευξη που μπορεί κάποιος να βρει στο YouTube, ο πρώην αντίπαλος του, Σέβε Ζουάζο, δήλωσε: «Ο Πιτσίτσι ήταν μοναδικός και όλοι τον φοβόντουσαν όταν έπαιρνε την μπάλα. Πάντα κατευθυνόταν προς το τέρμα. Ποτέ προς τα πλάγια, ούτε προς τα πίσω». Η εξαιρετική του ικανότητα να αποφεύγει τους αντιπάλους με την μπάλα σε συνδυασμό με τα φοβερά του τελειώματα του έδωσαν το παρατσούκλι "ο βασιλιάς των γκολ".
Δυστυχώς, την 1η Μαρτίου του 1922, σε ηλικία μόλις 29 ετών, έφυγε από την ζωή υποφέροντας από τύφο. Άφησε πίσω του μια κόρη και μια ολόκληρη πόλη σε πένθος. Όλοι αυτοί που τον αποδοκίμαζαν προς στο τέλος της καριέρας, ένιωθαν ενοχές αλλά και στεναχώρια που έχασαν τον δικό τους ήρωα.
Το 1926 προς τιμή του, η Αθλέτικ Μπιλμπάο τοποθέτησε την προτομή του στο "Σαν Μαμές", και μέχρι και σήμερα, κάθε ομάδα που επισκέπτεται το γήπεδο για πρώτη φορά καταθέτει λουλούδια ως ένδειξη σεβασμού στον πρώτο ήρωα της Βασκικής ομάδας.
Στις αρχές της δεκαετίας του '50, δημοσιογράφοι της εφημερίδας "Marca" σε συνεργασία με την Ισπανική κυβέρνηση, κατάφεραν να πείσουν την Ισπανική ποδοσφαιρική ομοσπονδία να δίνει ένα ετήσιο βραβείο στον πρώτο σκόρερ και στον καλύτερο τερματοφύλακα του Ισπανικού πρωταθλήματος στο τέλος κάθε σεζόν.
Από το 1953 μέχρι σήμερα, το βραβείο του πρώτου σκόρερ έχει αλλάξει πολλά χέρια. Από τον Τέλμο Θάρα, τον Ούγκο Σάντσεζ και τον Αλφρέντο Ντι Στέφανο, στον Ραούλ, τον Μέσσι και τον Κριστιάνο Ρονάλντο. Το όνομα του όμως παραμένει το ίδιο: "Tροφέο Πιτσίτσι".
Μένανδρος Μεριγκούνης